Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκεστίλλαι
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστὴς
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀποκήλειν
ἀπόκηρος
ἀποκήρυκτος
ἀποκήρυξις
ἀποκηρύσσω
ἀποκιδαρόω
ἀποκίδναμαι
ἀποκίκω
ἀποκινδύνευσις
ἀποκινδυνεύω
ἀποκινέω
View word page
ἀποκήλειν
ἀποκήλειν: ἀποδιώκειν,. Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκήλειν
Headword (normalized):
ἀποκήλειν
Headword (normalized/stripped):
αποκηλειν
IDX:
12820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκήλειν</span>: <span class="foreign greek">ἀποδιώκειν,</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}