Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεστίλλαι
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστὴς
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
ἀποκηδέω
ἀποκηδής
ἀποκήλειν
View word page
ἀποκεστίλλαι
ἀποκεστίλλαι: ἐκδείραι, Hsch. ἀπόκετον· ἀποκομίζων, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκεστίλλαι
Headword (normalized):
ἀποκεστίλλαι
Headword (normalized/stripped):
αποκεστιλλαι
IDX:
12810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12811
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκεστίλλαι</span>: <span class="foreign greek">ἐκδείραι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀπόκετον·</span> <span class="foreign greek">ἀποκομίζων,</span> Id.</div><br><br>'}