Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
ἀπόκεντρος
ἀποκένωσις
ἀποκεραμόω
ἀποκερδαίνω
ἀποκερματίζω
ἀποκεστίλλαι
ἀποκεφαλαιόομαι
ἀποκεφαλίζω
ἀποκεφάλισμα
ἀποκεφαλισμός
ἀποκεφαλιστὴς
ἀποκεχωρισμένως
ἀποκηδεύω
View word page
ἀποκεραμόω
ἀποκερᾰμόω
,
A).
cover with tiles,
τὴν πάροδον τοῦ τείχους
SIG
2587.110
.
ShortDef
cover with tiles
Debugging
Headword:
ἀποκεραμόω
Headword (normalized):
ἀποκεραμόω
Headword (normalized/stripped):
αποκεραμοω
IDX:
12807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12808
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκερᾰμόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cover with tiles,</span> <span class="quote greek">τὴν πάροδον τοῦ τείχους</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 2587.110 </span> .</div> </div><br><br>'}