Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυλος
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
ἀποκάω
ἀπόκειμαι
ἀποκείρω
ἀποκεκαλυμμένως
ἀποκεκινδυνευμένως
ἀποκεκρυμμένως
ἀποκέλλω
ἀπόκενος
ἀποκενόω
ἀποκεντέω
ἀποκέντησις
View word page
ἀποκάω
ἀπο-κάω,
A). v. ἀποκαίω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκάω
Headword (normalized):
ἀποκάω
Headword (normalized/stripped):
αποκαω
IDX:
12794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12795
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-κάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποκαίω.</span> </div> </div><br><br>'}