Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατεῖδον
ἀποκατέχω
ἀποκάτημαι
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυλος
ἀπόκαυμα
ἀπόκαυσις
ἀποκαυσμός
View word page
ἀποκάτημαι
ἀποκάτ-ημαι, Ion. for ἀποκάθημαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποκάτημαι
Headword (normalized):
ἀποκάτημαι
Headword (normalized/stripped):
αποκατημαι
IDX:
12783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12784
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκάτ-ημαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀποκάθημαι.</span> </div><br><br>'}