Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταπτῦσαι
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατεῖδον
ἀποκατέχω
ἀποκάτημαι
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
ἀποκαύλισις
ἀποκαυλιστέον
ἀπόκαυλος
View word page
ἀποκαταψύχω
ἀποκατα-ψύχω [ῡ],
A). cool, Gal. 11.555 .


ShortDef

cool

Debugging

Headword:
ἀποκαταψύχω
Headword (normalized):
ἀποκαταψύχω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταψυχω
IDX:
12780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12781
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκατα-ψύχω</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cool,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.555 </span>.</div> </div><br><br>'}