Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταπτῦσαι
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατεῖδον
ἀποκατέχω
ἀποκάτημαι
ἀποκατορθόω
ἀποκάτω
ἀποκάτωθεν
ἀποκαυλίζω
View word page
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατά-σχεσις, εως, ,
A). abstentatio, Gloss.


ShortDef

abstentatio

Debugging

Headword:
ἀποκατάσχεσις
Headword (normalized):
ἀποκατάσχεσις
Headword (normalized/stripped):
αποκατασχεσις
IDX:
12777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12778
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκατά-σχεσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">abstentatio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}