Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταπτῦσαι
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατεῖδον
ἀποκατέχω
ἀποκάτημαι
ἀποκατορθόω
View word page
ἀποκαταστασία
ἀποκατα-στᾰσία, ,
A). restitution, PTeb. 424.7 (iii A.D.).


ShortDef

restitution

Debugging

Headword:
ἀποκαταστασία
Headword (normalized):
ἀποκαταστασία
Headword (normalized/stripped):
αποκαταστασια
IDX:
12774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12775
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκατα-στᾰσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">restitution,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 424.7 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}