Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκαρφολογέω
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταπτῦσαι
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατεῖδον
ἀποκατέχω
ἀποκάτημαι
View word page
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκατα-ρρίπτω,
A). plunge, σιδηρᾶ εἰς ὕδωρ Gal. 14.208 .


ShortDef

plunge

Debugging

Headword:
ἀποκαταρρίπτω
Headword (normalized):
ἀποκαταρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταρριπτω
IDX:
12773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12774
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκατα-ρρίπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plunge,</span> <span class="quote greek">σιδηρᾶ εἰς ὕδωρ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.208 </span> .</div> </div><br><br>'}