Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφολογέω
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταπτῦσαι
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
ἀποκαταψύχω
ἀποκατεῖδον
View word page
ἀποκαταπτῦσαι
ἀποκαταπτῦσαι
:
τελειῶσαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποκαταπτῦσαι
Headword (normalized):
ἀποκαταπτῦσαι
Headword (normalized/stripped):
αποκαταπτυσαι
IDX:
12771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12772
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκαταπτῦσαι</span>: <span class="foreign greek">τελειῶσαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}