Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφολογέω
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταπτῦσαι
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
ἀποκατατίθημι
ἀποκαταφαίνομαι
View word page
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλαμβάνω,
A). intercept, Autol. 2.13 ( Pass.).


ShortDef

intercept

Debugging

Headword:
ἀποκαταλαμβάνω
Headword (normalized):
ἀποκαταλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
αποκαταλαμβανω
IDX:
12769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12770
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκαταλαμβάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intercept,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1210.tlg001:2:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1210.tlg001:2.13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Autol.</span> 2.13 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}