Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιάγλυπτος
ἀδιάγλυφος
ἀδιάγνωστος
ἀδιάγωγος
ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιαίτητος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
ἀδιάλειπτος
View word page
ἀδιακίνητος
ἀδια-κίνητος, ον,
A). unmoved, Phld. Rh. 1.366S.


ShortDef

unmoved

Debugging

Headword:
ἀδιακίνητος
Headword (normalized):
ἀδιακίνητος
Headword (normalized/stripped):
αδιακινητος
IDX:
1276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1277
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδια-κίνητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">unmoved</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.366S. </span> </div> </div><br><br>'}