Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποκαρπίζω
ἀποκαρπόω
ἀποκαρτέον
ἀποκαρτερέω
ἀποκαρτέρησις
ἀποκαρτερητέον
ἀποκαρφολογέω
ἀποκαρφόομαι
ἀποκαταβαίνω
ἀποκάταγμα
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατάγω
ἀποκαταλαμβάνω
ἀποκαταλλάσσω
ἀποκαταπτῦσαι
ἀποκαταρρέω
ἀποκαταρρίπτω
ἀποκαταστασία
ἀποκατάστασις
ἀποκαταστατικός
ἀποκατάσχεσις
View word page
ἀποκατάγνυμι
ἀποκατ-άγνῡμι
,
A).
break, rend off,
Hsch.
s.v.
ἀπαράσσεται.
ShortDef
break, rend off
Debugging
Headword:
ἀποκατάγνυμι
Headword (normalized):
ἀποκατάγνυμι
Headword (normalized/stripped):
αποκαταγνυμι
IDX:
12767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12768
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποκατ-άγνῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">break, rend off,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v.<span class="foreign greek">ἀπαράσσεται.</span> </div> </div><br><br>'}