Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιάβολος
ἀδιάγλυπτος
ἀδιάγλυφος
ἀδιάγνωστος
ἀδιάγωγος
ἀδιάδοχος
ἀδιάδραστος
ἀδιάζευκτος
ἀδιάθετος
ἀδιαίρετος
ἀδιαίτητος
ἀδιακίνητος
ἀδιάκλειστος
ἀδιακόνητος
ἀδιακόντιστος
ἀδιάκοπος
ἀδιακόρευτος
ἀδιακόσμητος
ἀδιακρισία
ἀδιάκριτος
ἀδιακωλύτως
View word page
ἀδιαίτητος
ἀδιαίτητος· ἀλλότριος, ἀήθης, Phot., Suid., AB 341 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδιαίτητος
Headword (normalized):
ἀδιαίτητος
Headword (normalized/stripped):
αδιαιτητος
IDX:
1275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1276
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδιαίτητος·</span> <span class="foreign greek">ἀλλότριος, ἀήθης</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 341 </span>.</div><br><br>'}