ἀποκαίω
ἀποκαίω, Att. ἀποκαθ-κάω, aor.
A). ἀπέκηα (v. infr.), -έκαυσα , 25.95 :— 25.4 burn off, of cautery, Mem. 1.2.54 , D.l.c.; of intense cold, θύελλαν ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς .. κήαι ; 21.336 ἄνεμος βορρᾶς .. ἀποκαίων πάντα An. 4.5.3 ; ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τοὺς ἀμπέλους l.c., cf. CP 2.3.1 , al.:— Pass., ἀπεκαίοντο αἱ ῥῖνες their noses were frozen off, An. 7.4.3 .
2). calcine, . 5.125