Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινον
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίσω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαριεύω
ἀποκαθαρίζω
ἀποκαθάρισμα
ἀποκάθαρμα
ἀποκάθαρσις
ἀποκαθαρτέον
ἀποκαθαρτικός
ἀποκαθέζομαι
ἀποκαθεύδω
View word page
ἀποιωνισμός
ἀποιων-ισμός
,
ὁ
, =
A).
deprecatio,
Charis.
p.553
K.
ShortDef
deprecatio
Debugging
Headword:
ἀποιωνισμός
Headword (normalized):
ἀποιωνισμός
Headword (normalized/stripped):
αποιωνισμος
IDX:
12714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12715
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποιων-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deprecatio,</span> Charis.<span class="bibl"> p.553 </span> K.</div> </div><br><br>'}