Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄποικος
ἀποικτίζομαι
ἀποίμαντος
ἀποιμώζω
ἄποινα
ἀποινάω
ἀποινέω
ἀποινί
ἀποινόδικος
ἀποινόδορπος
ἄποινον
ἄποινος
ἄποιος
ἀποιστέον
ἀποϊστεύω
ἀποίσω
ἀποίχομαι
ἀποιωνίζομαι
ἀποιωνισμός
ἀποκαθαίρω
ἀποκαθαριεύω
View word page
ἄποινον
ἄποινον, τό,
A). v. ἄποινα 11.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄποινον
Headword (normalized):
ἄποινον
Headword (normalized/stripped):
αποινον
IDX:
12706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12707
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄποινον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἄποινα</span> <span class="bibl"> 11.2 </span>.</div> </div><br><br>'}