Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποθρύπτω
ἀποθρῴσκω
ἀποθυμαίνω
ἀποθυμίασις
ἀποθυμιάω
ἀποθύμιος
ἀπόθυμος
ἀποθυννίζω
ἀποθυρίζω
ἀποθύσκειν
ἀποθύσσει
ἀποθυστάνιον
ἀποθυτέον
ἀποθύω
ἀποθωρακίζομαι
ἀποθωυμάζω
ἀποιδέω
ἀποίδησις
ἀποιδίσκομαι
ἀποϊερόω
ἀποίζειν
View word page
ἀποθύσσει
ἀπο-θύσσει: ἀποπνεύσει, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποθύσσει
Headword (normalized):
ἀποθύσσει
Headword (normalized/stripped):
αποθυσσει
IDX:
12664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12665
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-θύσσει</span>: <span class="foreign greek">ἀποπνεύσει,</span> Id.</div><br><br>'}