Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποθλίβω
ἀπόθλιμμα
ἀποθλιμμός
ἀπόθλιψις
ἀποθνήσκω
ἀποθορεῖν
ἀποθρασύυομαι
ἀπόθραυσις
ἀπόθραυσμα
ἀποθραύω
ἀπόθρεκτα
ἀποθρηνέω
ἀποθριάζω
ἀποθριγκόω
ἀποθρίζω
ἀποθριξ
ἀπόθρισμα
ἀποθρύπτω
ἀποθρῴσκω
ἀποθυμαίνω
ἀποθυμίασις
View word page
ἀπόθρεκτα
ἀπόθρεκτα: φευκτά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόθρεκτα
Headword (normalized):
ἀπόθρεκτα
Headword (normalized/stripped):
αποθρεκτα
IDX:
12647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12648
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόθρεκτα</span>: <span class="foreign greek">φευκτά,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}