ἀποθλίβω
ἀπο-θλίβω [ῑ],
A). squeeze out, τοὺς ὄρχεις HA 632a17 ; ὑπόστασιν Od. 29 ; τὸν ἐκ τοῦ βότρυος ἀποθλιβόμενον οἶνον ; 3.62 τῆς χώρας from the place, Jud.Voc. 2 .
III). oppress much, Ex. 3.9 , Jd. 10.12 :— Pass., πρὸς τὸ τὴν πόλιν ἀποθλιβῆναι Wilcken Chr. 11 A 9 (ii B.C.).