Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποθεμελιόω
ἄποθεν
ἀπόθεος
ἀποθεόω
ἀποθεραπεία
ἀποθεράπευσις
ἀποθεραπευτέον
ἀποθεραπευτικός
ἀποθεραπεύω
ἀποθερίζω
ἀποθέρισμα
ἀπόθερμος
ἀποθέσιμος
ἀπόθεσις
ἀποθεσπίζω
ἀποθέσπισις
ἀπόθεστος
ἀπόθεται
ἀποθετέον
ἀποθετικός
ἀπόθετος
View word page
ἀποθέρισμα
ἀποθέρισμα, ατος, τό, v. sub ἀπόθρισμα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποθέρισμα
Headword (normalized):
ἀποθέρισμα
Headword (normalized/stripped):
αποθερισμα
IDX:
12609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12610
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποθέρισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἀπόθρισμα.</span> </div><br><br>'}