Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποθαυμάζω
ἀποθεάομαι
ἀποθειάζω
ἀποθειόω
ἀποθείωσις
ἀποθεμελιόω
ἄποθεν
ἀπόθεος
ἀποθεόω
ἀποθεραπεία
ἀποθεράπευσις
ἀποθεραπευτέον
ἀποθεραπευτικός
ἀποθεραπεύω
ἀποθερίζω
ἀποθέρισμα
ἀπόθερμος
ἀποθέσιμος
ἀπόθεσις
ἀποθεσπίζω
ἀποθέσπισις
View word page
ἀποθεράπευσις
ἀποθερᾰ/π-ευσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
=
θεράπευσις
, Hsch. s.v.
ἀκέσεων
(pl.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποθεράπευσις
Headword (normalized):
ἀποθεράπευσις
Headword (normalized/stripped):
αποθεραπευσις
IDX:
12604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12605
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποθερᾰ/π-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">θεράπευσις</span> , Hsch. s.v. <span class="ref greek">ἀκέσεων</span> (pl.).</div> </div><br><br>'}