Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποδυσπετέω
ἀποδυσπέτημα
ἀποδυσπέτησις
ἀποδυτέον
ἀποδυτήριον
ἀποδύω
ἀποδωρέω
ἀποδωσείω
ἀποείκω
ἀποειπεῖν
ἀποεργάθω
ἀποέργω
ἀπόερσε
ἀποζάω
ἀπόζεμα
ἀποζέννυμι
ἀπόζεσμα
ἀποζευγέω
ἀποζεύγνυμι
ἀποζευκτέον
ἀπόζευξις
View word page
ἀποεργάθω
ἀπο-εργάθω
, v.
ἀπείργαθον.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποεργάθω
Headword (normalized):
ἀποεργάθω
Headword (normalized/stripped):
αποεργαθω
IDX:
12567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12568
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-εργάθω</span>, v.<span class="foreign greek">ἀπείργαθον.</span> </div><br><br>'}