Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόδραγμα
ἀποδραθεῖν
ἀποδραπετεύω
ἀποδράς
ἀπόδρασις
ἀποδρασκάζω
ἀποδρεπανίζω
ἀποδρέπέπτομαι
ἀποδρέπω
ἀπόδρεψις
ἀποδρῆναι
ἀπόδρησις
ἀποδρομή
ἀπόδρομος
ἀποδρύπτω
ἀποδυναμία
ἀποδύνω
ἀποδυρμός
ἀποδύρομαι
ἀπόδυσις
ἀποδυσπετέω
View word page
ἀποδρῆναι
ἀπο-δρῆναι, Ion. for -δρᾶναι,
A). v. ἀποδιδράσκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδρῆναι
Headword (normalized):
ἀποδρῆναι
Headword (normalized/stripped):
αποδρηναι
IDX:
12547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12548
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-δρῆναι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">-δρᾶναι,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποδιδράσκω.</span> </div> </div><br><br>'}