Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόδοτος
ἀποδοῦ
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀπόδραγμα
ἀποδραθεῖν
ἀποδραπετεύω
ἀποδράς
ἀπόδρασις
ἀποδρασκάζω
ἀποδρεπανίζω
ἀποδρέπέπτομαι
ἀποδρέπω
ἀπόδρεψις
ἀποδρῆναι
ἀπόδρησις
ἀποδρομή
ἀπόδρομος
View word page
ἀποδράς
ἀποδράς,
A). v. ἀποδιδράσκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδράς
Headword (normalized):
ἀποδράς
Headword (normalized/stripped):
αποδρας
IDX:
12540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12541
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδράς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποδιδράσκω.</span> </div> </div><br><br>'}