Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδοτέον
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀποδοῦ
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀπόδραγμα
ἀποδραθεῖν
ἀποδραπετεύω
ἀποδράς
ἀπόδρασις
ἀποδρασκάζω
ἀποδρεπανίζω
ἀποδρέπέπτομαι
ἀποδρέπω
ἀπόδρεψις
ἀποδρῆναι
ἀπόδρησις
View word page
ἀποδραθεῖν
ἀποδρᾰθεῖν,
A). v. ἀποδαρθάνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδραθεῖν
Headword (normalized):
ἀποδραθεῖν
Headword (normalized/stripped):
αποδραθειν
IDX:
12538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12539
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδρᾰθεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποδαρθάνω.</span> </div> </div><br><br>'}