Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
ἀποδοῦ
ἀπόδουλος
ἀποδοχεῖον
ἀποδοχεύς
ἀποδοχή
ἀποδοχμόω
ἀπόδραγμα
ἀποδραθεῖν
ἀποδραπετεύω
ἀποδράς
ἀπόδρασις
View word page
ἀποδοῦ
ἀποδοῦ· ἀπόδυσον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδοῦ
Headword (normalized):
ἀποδοῦ
Headword (normalized/stripped):
αποδου
IDX:
12531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδοῦ·</span> <span class="foreign greek">ἀπόδυσον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}