Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἄποδον
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
ἀποδόσιμος
ἀπόδοσις
ἀποδόσμιος
ἀποδοσμός
ἀποδοτέον
ἀποδοτικός
ἀπόδοτος
View word page
ἄποδον
ἄποδον·
βραδύ, ἢ ἀπαγόρευσις,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄποδον
Headword (normalized):
ἄποδον
Headword (normalized/stripped):
αποδον
IDX:
12520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12521
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄποδον·</span> <span class="foreign greek">βραδύ, ἢ ἀπαγόρευσις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}