Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδιωθέω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
ἀποδοκιμάω
ἀποδόκιμος
ἀπόδομα
ἄποδον
ἀποδόντωσις
ἀποδορά
ἄποδος
View word page
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκῐμ-ᾰσία, ,
A). rejection after trial, etc., Gloss.


ShortDef

rejection after trial

Debugging

Headword:
ἀποδοκιμασία
Headword (normalized):
ἀποδοκιμασία
Headword (normalized/stripped):
αποδοκιμασια
IDX:
12513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδοκῐμ-ᾰσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rejection after trial,</span> etc., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}