Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδιωθέω
ἀποδίωγμα
ἀποδιωκτέον
ἀποδίωκτος
ἀποδιώκω
ἀποδίωξις
ἀποδοκεῖ
ἀποδοκιμάζω
ἀποδοκιμασία
ἀποδοκιμαστέον
ἀποδοκιμαστής
ἀποδοκιμαστικός
View word page
ἀποδίωγμα
ἀπο-δίωγμα
[ῐ]
,
ατος
,
τό
,
A).
pursuit,
a ceremony performed at the Thesmophoria, Hsch. s.v.
δίωγμα.
ShortDef
pursuit
Debugging
Headword:
ἀποδίωγμα
Headword (normalized):
ἀποδίωγμα
Headword (normalized/stripped):
αποδιωγμα
IDX:
12506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12507
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-δίωγμα</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pursuit,</span> a ceremony performed at the Thesmophoria, Hsch. s.v. <span class="ref greek">δίωγμα.</span> </div> </div><br><br>'}