Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
ἀποδικέω
ἀπόδικος
ἀποδινέω
ἀποδίομαι
ἀποδιοπομπέομαι
ἀποδιοπόμπησις
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιορίζω
ἀποδιορισμός
ἀποδιοριστέον
ἀποδιπλόομαι
ἀποδίς
ἀποδισκεύω
ἀποδιφθερόομαι
ἀποδιψάω
ἀποδιωθέω
ἀποδίωγμα
View word page
ἀποδιοπομπητέον
ἀποδιοπομπ-ητέον
,
A).
one must reject with abhorrence,
Plu.
2.73d
.
ShortDef
one must reject with abhorrence
Debugging
Headword:
ἀποδιοπομπητέον
Headword (normalized):
ἀποδιοπομπητέον
Headword (normalized/stripped):
αποδιοπομπητεον
IDX:
12496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12497
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδιοπομπ-ητέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must reject with abhorrence,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.73d </span>.</div> </div><br><br>'}