Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιασείω
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
ἀποδικάζω
ἀποδικεῖν
View word page
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδια-τίθεμαι
,
A).
to be weaned,
Theol.Ar.
49
.
ShortDef
to be weaned
Debugging
Headword:
ἀποδιατίθεμαι
Headword (normalized):
ἀποδιατίθεμαι
Headword (normalized/stripped):
αποδιατιθεμαι
IDX:
12479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12480
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδια-τίθεμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be weaned,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theol.Ar.</span> 49 </span>.</div> </div><br><br>'}