Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιασείω
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
ἀποδίδωμι
ἀποδιηθέω
ἀποδιΐστημι
View word page
ἀποδιαστολή
ἀποδια-στολή
,
ἡ
,
A).
division,
PRyl.
65.4
(ii B. C.).
ShortDef
division
Debugging
Headword:
ἀποδιαστολή
Headword (normalized):
ἀποδιαστολή
Headword (normalized/stripped):
αποδιαστολη
IDX:
12477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12478
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδια-στολή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">division,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PRyl.</span> 65.4 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}