Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιασείω
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
ἀποδιδύσκω
View word page
ἀποδιασείω
ἀποδια-σείω,
A). gloss on ἀπεστυφέλιξεν , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδιασείω
Headword (normalized):
ἀποδιασείω
Headword (normalized/stripped):
αποδιασειω
IDX:
12474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12475
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδια-σείω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀπεστυφέλιξεν</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}