Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποδιαιρέω
ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιασείω
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
ἀποδιατρίβω
ἀποδιδάσκω
ἀποδιδρασκίνδα
ἀποδιδράσκω
View word page
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδια-πέμπομαι
,
A).
divert,
ἡμᾶς τῆς ματαίας πλάνης
Syn.Alch.
p.59
B.
ShortDef
divert
Debugging
Headword:
ἀποδιαπέμπομαι
Headword (normalized):
ἀποδιαπέμπομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδιαπεμπομαι
IDX:
12473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12474
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδια-πέμπομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">divert,</span> <span class="quote greek">ἡμᾶς τῆς ματαίας πλάνης</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Syn.Alch.</span> p.59 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div> </div><br><br>'}