Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόδημος
ἀπόδησις
ἀποδία
ἀποδιαγράφω
ἀποδιαιρέω
ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιασείω
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
ἀποδιαστολή
ἀποδιαστρέφω
ἀποδιατίθεμαι
View word page
ἀποδιαληπτός
ἀποδια-ληπτός
,
ή
,
όν
,
A).
separable,
ἀ. καθ’ ἑαυτήν
Stoic.
2.126
.
ShortDef
separable
Debugging
Headword:
ἀποδιαληπτός
Headword (normalized):
ἀποδιαληπτός
Headword (normalized/stripped):
αποδιαληπτος
IDX:
12469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12470
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδια-ληπτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">separable,</span> <span class="quote greek">ἀ. καθ’ ἑαυτήν</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stoic.</span> 2.126 </span> .</div> </div><br><br>'}