Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποδημητής
ἀποδημητικός
ἀποδημία
ἀπόδημος
ἀπόδησις
ἀποδία
ἀποδιαγράφω
ἀποδιαιρέω
ἀποδιαιτάω
ἀποδιάκειμαι
ἀποδιακλασμός
ἀποδιακρίνω
ἀποδιαλαμβάνω
ἀποδιαληπτός
ἀποδιάληψις
ἀποδιαλύω
ἀποδιανομή
ἀποδιαπέμπομαι
ἀποδιασείω
ἀποδιάστασις
ἀποδιαστέλλω
View word page
ἀποδιακλασμός
ἀποδια-κλασμός
,
ὁ
,
A).
mental perturbation,
Gal.
19.514
.
ShortDef
mental perturbation
Debugging
Headword:
ἀποδιακλασμός
Headword (normalized):
ἀποδιακλασμός
Headword (normalized/stripped):
αποδιακλασμος
IDX:
12466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12467
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδια-κλασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mental perturbation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.514 </span>.</div> </div><br><br>'}