Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδεκτέον
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀποδέξασθαι
ἀπόδεξις
ἀποδέρκομαι
ἀπόδερμα
ἀποδερματίζω
ἀποδερματισμός
ἀποδερματόομαι
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀποδεσμέω
ἀποδεσμίς
ἀπόδεσμος
ἀποδεχθείς
ἀποδέχομαι
View word page
ἀποδερματισμός
ἀποδερμᾰτ-ισμός, ,
A). flaying, Gloss.


ShortDef

flaying

Debugging

Headword:
ἀποδερματισμός
Headword (normalized):
ἀποδερματισμός
Headword (normalized/stripped):
αποδερματισμος
IDX:
12439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12440
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδερμᾰτ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">flaying,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}