Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδεκατίζω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτέον
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀποδέξασθαι
ἀπόδεξις
ἀποδέρκομαι
ἀπόδερμα
ἀποδερματίζω
ἀποδερματισμός
ἀποδερματόομαι
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
ἀποδεσμέω
ἀποδεσμίς
View word page
ἀποδέρκομαι
ἀποδέρκομαι,
A). = ἀποβλέπω , Trag. (Satyric) in POxy. 1083.21 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδέρκομαι
Headword (normalized):
ἀποδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδερκομαι
IDX:
12436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12437
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδέρκομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποβλέπω</span> , Trag. (Satyric) in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1083.21 </span>.</div> </div><br><br>'}