Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδεκάτευσις
ἀποδεκατεύω
ἀποδεκατίζω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτέον
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀποδέξασθαι
ἀπόδεξις
ἀποδέρκομαι
ἀπόδερμα
ἀποδερματίζω
ἀποδερματισμός
ἀποδερματόομαι
ἀποδερτρόω
ἀποδέρω
ἀπόδεσις
ἀποδεσμεύω
View word page
ἀποδέξασθαι
ἀποδέξασθαι, aor. 1 of ἀποδέχομαι, but also,
II). Ion. for ἀποδείξασθαι, cf. ἀποδείκνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδέξασθαι
Headword (normalized):
ἀποδέξασθαι
Headword (normalized/stripped):
αποδεξασθαι
IDX:
12434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12435
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδέξασθαι</span>, aor. 1 of <span class="foreign greek">ἀποδέχομαι,</span> but also, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> Ion. for <span class="foreign greek">ἀποδείξασθαι,</span> cf. <span class="foreign greek">ἀποδείκνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}