Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνέω
ἀποδειπνίδιος
ἀπόδειπνος
ἀποδειροτομέω
ἀποδειροτόμησις
ἀποδείρω
ἀποδεισιδαιμονέω
ἀποδεκάτευσις
ἀποδεκατεύω
ἀποδεκατίζω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτέον
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀποδέξασθαι
ἀπόδεξις
View word page
ἀποδεκατεύω
ἀποδεκατ-εύω, v.l. for sq., Ev.Luc. 18.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδεκατεύω
Headword (normalized):
ἀποδεκατεύω
Headword (normalized/stripped):
αποδεκατευω
IDX:
12425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12426
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδεκατ-εύω</span>, v.l. for sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg003.perseus-grc1:18:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg003.perseus-grc1:18.12/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ev.Luc.</span> 18.12 </a>.</div><br><br>'}