Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδειλιατέον
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνέω
ἀποδειπνίδιος
ἀπόδειπνος
ἀποδειροτομέω
ἀποδειροτόμησις
ἀποδείρω
ἀποδεισιδαιμονέω
ἀποδεκάτευσις
ἀποδεκατεύω
ἀποδεκατίζω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτέον
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
ἀποδενδρόομαι
ἀποδέξασθαι
View word page
ἀποδεκάτευσις
ἀποδεκάτ-ευσις, έως, ,
A). tithing, Gloss.


ShortDef

tithing

Debugging

Headword:
ἀποδεκάτευσις
Headword (normalized):
ἀποδεκάτευσις
Headword (normalized/stripped):
αποδεκατευσις
IDX:
12424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12425
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδεκάτ-ευσις</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tithing,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}