Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποδεικτός
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέον
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνέω
ἀποδειπνίδιος
ἀπόδειπνος
ἀποδειροτομέω
ἀποδειροτόμησις
ἀποδείρω
ἀποδεισιδαιμονέω
ἀποδεκάτευσις
ἀποδεκατεύω
ἀποδεκατίζω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτέον
ἀποδεκτήρ
ἀποδέκτης
ἀποδεκτός
View word page
ἀποδείρω
ἀποδείρω
, Ion. for
ἀποδέρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποδείρω
Headword (normalized):
ἀποδείρω
Headword (normalized/stripped):
αποδειρω
IDX:
12422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12423
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδείρω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀποδέρω.</span> </div><br><br>'}