Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέον
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνέω
ἀποδειπνίδιος
ἀπόδειπνος
ἀποδειροτομέω
ἀποδειροτόμησις
ἀποδείρω
ἀποδεισιδαιμονέω
ἀποδεκάτευσις
ἀποδεκατεύω
ἀποδεκατίζω
ἀποδεκατόω
ἀποδέκομαι
ἀποδεκτέον
View word page
ἀπόδειπνος
ἀπόδειπν-ος, ον,
A). = ἄδειπνος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόδειπνος
Headword (normalized):
ἀπόδειπνος
Headword (normalized/stripped):
αποδειπνος
IDX:
12419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12420
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόδειπν-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἄδειπνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}