Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδαστύς
ἀποδατέομαι
ἀποδαυλίζω
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδεῖ
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέον
ἀποδειλιάω
ἀπόδειξις
ἀποδειπνέω
View word page
ἀποδεῖ
ἀποδεῖ, Ion. ἀποδέει,
A). v. ἀποδέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδεῖ
Headword (normalized):
ἀποδεῖ
Headword (normalized/stripped):
αποδει
IDX:
12407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12408
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδεῖ</span>, Ion. <span class="orth greek">ἀποδέει</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποδέω.</span> </div> </div><br><br>'}