Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδαστύς
ἀποδατέομαι
ἀποδαυλίζω
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδεῖ
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέον
ἀποδειλιάω
View word page
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεδειλιᾱκότως, Adv.,(ἀποδειλιάω)
A). in a cowardly way, censured by Poll. 5.123 .


ShortDef

in a cowardly way

Debugging

Headword:
ἀποδεδειλιακότως
Headword (normalized):
ἀποδεδειλιακότως
Headword (normalized/stripped):
αποδεδειλιακοτως
IDX:
12405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12406
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδεδειλιᾱκότως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">ἀποδειλιάω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in a cowardly way,</span> censured by <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:5:123" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:5.123/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 5.123 </a>.</div> </div><br><br>'}