Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδαστύς
ἀποδατέομαι
ἀποδαυλίζω
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδεῖ
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίασις
ἀποδειλιατέον
View word page
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειγμένως, Adv.,(ἀποδείκνυμι)
A). demonstrably, Cyr.


ShortDef

demonstrably

Debugging

Headword:
ἀποδεδειγμένως
Headword (normalized):
ἀποδεδειγμένως
Headword (normalized/stripped):
αποδεδειγμενως
IDX:
12404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12405
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδεδειγμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">ἀποδείκνυμι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">demonstrably,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div> </div><br><br>'}