Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδαστύς
ἀποδατέομαι
ἀποδαυλίζω
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδεῖ
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
ἀποδειλίασις
View word page
ἀποδέδεγμαι
ἀποδέδεγμαι, pf. of ἀποδέχομαι: also Ion. for ἀποδέδειγμαι, pf. Pass. of ἀποδείκνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδέδεγμαι
Headword (normalized):
ἀποδέδεγμαι
Headword (normalized/stripped):
αποδεδεγμαι
IDX:
12403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12404
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδέδεγμαι</span>, pf. of <span class="foreign greek">ἀποδέχομαι</span>: also Ion. for <span class="foreign greek">ἀποδέδειγμαι,</span> pf. Pass. of <span class="foreign greek">ἀποδείκνυμι.</span> </div><br><br>'}