Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδάπτω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδαστύς
ἀποδατέομαι
ἀποδαυλίζω
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδεῖ
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
ἀποδεικτέον
ἀποδεικτικός
ἀποδεικτός
View word page
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδαψῐλεύομαι,
A). to be liberal of a thing, Gloss.


ShortDef

to be liberal of

Debugging

Headword:
ἀποδαψιλεύομαι
Headword (normalized):
ἀποδαψιλεύομαι
Headword (normalized/stripped):
αποδαψιλευομαι
IDX:
12402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12403
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδαψῐλεύομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be liberal of</span> a thing, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}