Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποδακρῦτικός
ἀποδακρύω
ἀποδαπανάω
ἀποδάπτω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδαστύς
ἀποδατέομαι
ἀποδαυλίζω
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
ἀποδεής
ἀποδεῖ
ἀποδειδίσσομαι
ἀποδείκνυμι
View word page
ἀποδαστύς
ἀποδας-τύς, ύος, ,
A). = ἀποδασμός , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδαστύς
Headword (normalized):
ἀποδαστύς
Headword (normalized/stripped):
αποδαστυς
IDX:
12399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12400
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδας-τύς</span>, <span class="itype greek">ύος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποδασμός</span> , Id.</div> </div><br><br>'}